- προσκαταλαλώ
- -έω, Α1. απαντώ σε κάποιον βίαια με τα λόγια2. καταβάλλω με τη φλυαρία μου, κατανικώ κάποιον με τα λόγια σε μια συζήτηση3. παθ. προσκαταλαλοῡμαι, -έομαιυφίσταμαι βίαιη επίθεση με λόγια, υβρίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + καταλαλῶ «φανερώνω, μιλώ εναντίον κάποιου, κακολογώ, συκοφαντώ»].
Dictionary of Greek. 2013.