προσκαταλαλώ

προσκαταλαλώ
-έω, Α
1. απαντώ σε κάποιον βίαια με τα λόγια
2. καταβάλλω με τη φλυαρία μου, κατανικώ κάποιον με τα λόγια σε μια συζήτηση
3. παθ. προσκαταλαλοῡμαι, -έομαι
υφίσταμαι βίαιη επίθεση με λόγια, υβρίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + καταλαλῶ «φανερώνω, μιλώ εναντίον κάποιου, κακολογώ, συκοφαντώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”